- δεσποτική
- δεσποτικόςoffem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεσποτικῇ — δεσποτικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπαπαντή — Δεσποτική εορτή, που τελείται σαράντα μέρες από τη γέννηση του Χριστού, (στις 2 Φεβρουαρίου), σε ανάμνηση της υποδοχής του Ιησού στο ναό από το Συμεών, και του καθαρισμού της Θεοτόκου από τη λοχεία. Στη Δ. Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία η Υ. είναι… … Dictionary of Greek
δεσποτικῆι — δεσποτικῇ , δεσποτικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποτικός — ή, ό (AM δεσποτικός, ή, όν) [δεσπότης] Ι. 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε δεσπότη, σε κυρίαρχο 2. απολυταρχικός, τυραννικός μσν. νεοελλ. 1. αφιερωμένος στον Δεσπότη, στον Χριστό («δεσποτικές εορτές») 2. το ουδ. ως ουσ. το δεσποτικό … Dictionary of Greek
δεσποτισμός — Όρος που αναφέρεται σε έναν ιστορικό τύπο απόλυτης μοναρχίας, ο οποίος συναντάται στα αρχαία κράτη, κυρίως στα ασιατικά (Βαβυλωνία, Ασσυρία, Περσία, Κίνα, Αίγυπτος των Φαραώ). Οι μελετητές όμως επεξέτειναν τη χρήση του σε αρκετά διαφορετικές… … Dictionary of Greek
Λοκ, Τζον — (John Locke, Ρίνγκτον, Σόμερσετ 1632 – Λονδίνο 1704). Άγγλος φιλόσοφος. Γραμματέας του λόρδου Άσλεϊ (που έγινε αργότερα κόμης του Σάφτσμπερι), εξασφάλισε τη φιλία του, η οποία τον βοήθησε να γίνει δεκτός στους ανώτερους κύκλους της κοινωνίας του… … Dictionary of Greek
владычьнии — (154) пр. к владыка. 1.В 1 знач. (обычно о боге, Иисусе Христе): чѩ˫а мьздоу при˫ати. вл҃дчьнѩ ради чл҃вколюби˫а. Изб 1076, 225; ˫ако въ вл҃дчьни мл҃твѣ ст҃ии за сѩ гл҃ють (δεσποτικῇ) КЕ XII, 159б; и то само ѡ(т)вьржено ѥсть всѣмъ вл҃дчьнѥѥ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
VENDENDI liberos jus — Parentibus concessum ex Romuli lege, cum iure vitae et necis, ac potestate δεσποτικῇ cousque se extendebat, ut ter vendere licitum fuerit filium, semel filiam et coeteros liberos, antequam emanciparentur. Unde et in LL. XII. Tabular. cautum… … Hofmann J. Lexicon universale
απολυταρχία — Πολιτικό σύστημα στο οποίο ο ανώτατος άρχοντας συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες και τις ασκεί χωρίς κανέναν περιορισμό. Η θεωρία ότι o μονάρχης αντλεί την εξουσία του από τον Θεό και ότι είναι συνεπώς ανεξέλεγκτος εκπρόσωπός του στη Γη, εμφανίζεται … Dictionary of Greek
αυταρχικότητα — η το να θέλει κανείς να επιβάλλει τη θέλησή του στους άλλους. η δεσποτική νοοτροπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυταρχιχός. Ο τ. αυταρχικότης μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek